ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ
 

Γενική Χειροτεχνία

Μπατίκ


Η λέξη μπατίκ έχει πολλές ερμηνείες. Η ρίζα της λέξης είναι βασικά γιαβανέζικης προέλευσης και σημαίνει «σχεδιάζω με κερί». Η λέξη παράγεται από το Ambatik που σημαίνει «ύφασμα από μικρά στίγματα». Ακριβώς η συλλαβή τίκ σημαίνει μικρό στίγμα. Επίσης η λέξη Ambatik σύμφωνα με μια διαφορετική ερμηνεία σημαίνει «σχεδιάζοντας και γράφοντας» και είναι δυνατόν, ως ένα σημείο τουλάχιστον, να περιγράφει την κίνηση του εργαλείου «τζιάντιγκ» επάνω στο ύφασμα η οποία μοιάζει πολύ με την κίνηση του χεριού μας όταν γράφει.
Υπάρχει ακόμα η εκδοχή να σημαίνει «φωτεινό σημείο» και ακόμα «ράγισμα» από τις χαραγματιές οι οποίες δημιουργούνται με τη βοήθεια του κεριού και χαρακτηρίζουν τα σχεδιασμένα με τη μέθοδο αυτή υφάσματα.
Βεβαίως όλες αυτές οι ερμηνείες είναι δυνατό να είναι σωστές, αν λάβουμε υπόψη μας την αίσθηση που δίνει το μπατίκ και τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνεται.

Εξίσου σκοτεινή με την ετυμολογία της λέξης μπατίκ είναι και η προέλευση της τεχνικής του. Η ηλικία δεν έχει προσδιορισθεί ακριβώς αλλά είναι δυνατόν να υπολογιστεί σε 2.000 χρόνια. Αρχαιολογικά ευρήματα στην αρχαία Αίγυπτο και την Περσία μας πείθουν ότι υφάσματα σχεδιασμένα με την τεχνική αυτή ήταν συνηθισμένο είδος εκείνης της εποχής. Παράλληλα τα συναντά κανείς και στις περισσότερες χώρες της Ανατολής και ειδικότερα στις Ινδίες, Κίνα και Ιαπωνία αλλά και στην Αφρική. Το λογικότερο συμπέρασμα είναι ότι το είδος αναπτύχθηκε κατ΄ αρχάς στην Αίγυπτο και από εκεί μεταδόθηκε σε άλλες χώρες όπου αφομοιώθηκε με τις καλλιτεχνικές παραδόσεις της κάθε μιας και στη συνέχεια δημιουργήθηκαν καινούργια τοπικά μοτίβα. Με αυτόν τον τρόπο η Αφρική προσάρμοσε το μπατίκ σε γεωμετρικά συμμετρικά σχήματα ενώ η Ανατολή το ανέδειξε μέσα από την ευαίσθητη καλλιγραφία της ανατολικής τέχνης.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε την καταγωγή του μπατίκ στο Ινδικό Αρχιπέλαγος. Πράγματι διάφορες ανασκαφές που έγιναν στην Ιάβα έχουν φέρει στο φως κομμάτια αγαλμάτων τα οποία φαίνονται να είναι ντυμένα με υφάσματα ζωγραφισμένα με την τεχνική του μπατίκ και θυμίζουν πολύ τα σημερινά ινδικά «σαρόγκ». Αν λάβουμε υπόψη ότι τα αγάλματα αυτά είναι του 13ου αιώνα θα συμπεράνουμε ότι η τεχνική αυτή ήταν γνωστή εκεί πολύ πριν και είχε αποτελέσει κεφάλαιο για την ινδονησιακή κουλτούρα και οικονομία.

Στην αρχή το μπατίκ γινόταν σε βαμβακερά υφάσματα που ύφαιναν οι υπηρέτριες των πλουσίων και ευγενών οικογενειών, οι δε κυρίες αναλάμβαναν τη διακόσμησή τους. Εθεωρείτο δηλαδή απασχόληση υψηλού επιπέδου και η κάθε οικογένεια καθιέρωνε δικά της μοτίβα τα οποία ήσαν αντίστοιχα με το οικόσημο δυτικού τύπου. ΄Ετσι σιγά-σιγά ξεπέρασε το στάδιο της οικοτεχνίας και έγινε σύμβολο κοινωνικής τάξης. Μετά τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο έγιναν γνωστές οι λεπτές μουσελίνες οι οποίες ταιριάζουν στην καλλιγραφία του μπατίκ και γενικότερα στο κλίμα της Ανατολής, έδωσαν δε, θαυμάσια αποτελέσματα.

Τα συχνά ταξίδια και οι εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή έφεραν τους Ολλανδούς σε επαφή με το μπατίκ. ΄Ετσι το 1516 εισήχθησαν τα πρώτα ζωγραφιστά υφάσματα στην Ευρώπη. Τα σχέδια και η τεχνική τους απετέλεσαν μια νέα πηγή έμπνευσης για τους Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Ένα καινούργιο στυλ αναπτύχθηκε βασισμένο όχι μόνο στην απλοποίηση των εκφραστικών μέσων αλλά και στην βελτίωση της τεχνικής. Βέβαια οι Ευρωπαίοι χρησιμοποίησαν τις ανιλίνες για τα μπατίκ τους εν αντιθέσει με τους Γιαβανέζους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν φυτικά χρώματα τα οποία κατασκεύαζαν με περίπλοκες μεθόδους.
Τα χρώματα αυτά ήταν αρκετά στερεά αλλά η Παρασκευή τους τόσο δύσκολη που δεν χρειάσθηκε κόπος να πεισθούν οι ιθαγενείς της Ιάβας να χρησιμοποιούν και αυτοί τις ανιλίνες οι οποίες τελικά εκτόπισαν τις φυτικές βαφές. Με την αυξανόμενη ζήτηση των ζωγραφισμένων υφασμάτων δημιουργήθηκαν ολόκληρα εργαστήρια που απασχολούσαν τους κατοίκους ολόκληρων χωριών της Ινδονησίας. Οι άνδρες επιμελούνταν τις βαφές και οι γυναίκες δούλευαν τα σχέδια με πινέλα και το παραδοσιακό «τζιάντιγκ» τοποθετώντας το κερί πάνω στο ύφασμα. Συνήθως δε προτιμούσαν να εργάζονται πάνω σε λεπτή βαμβακερή μουσελίνα γιατί ήταν αφ΄ ενός μεν εύκολη στην επεξεργασία της και αφ΄ ετέρου πολύ ευχάριστη στην αφή. Η δημιουργία ενός καλού κομματιού μπατίκ απαιτούσε χρονικό διάστημα πέντε εβδομάδων ή έξι μηνών.

Η Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας σήμερα χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή ζωγραφικής σε ύφασμα, δημιουργώντας με Κυπριακά μοτίβα, από τη ζωή του τόπου, από αγγεία, από ξυλόγλυπτα ή ακόμα και από ζωγραφιές από βιβλία Κυπρίων λογοτεχνών και ζωγράφων, που αναφέρονται στη ζωή και τα ήθη και έθιμα του τόπου.










Back To Top