ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ
 

Γενική Χειροτεχνία

Μαντίλια (Τσιεμπέρκα)


ΤΑ ΜΑΝΤΙΛΙΑ Ή «ΤΣΙΕΜΠΕΡΚΑ»
Η παραδοσιακή στολή της Κύπρου συμπληρώνεται πάντοτε από το κάλυμμα της κεφαλής και το μαντίλι της κόξας.
Το μαντίλι της κόξας που δένανε οι γυναίκες στη μέση τους πάνω από τις σαγιές και τα μαντίλια της κεφαλής, ήταν τα παλιότερα χρόνια κεντημένα με σταυροβελονιά, τη βελονιά που συνήθιζαν περισσότερο από κάθε άλλη σε όλη την Κύπρο . Λεπτά βαμβακερά υφάσματα συνήθως, τα μαντίλια της κόξας είχαν κεντημένες τις τέσσερις γωνιές με μικρότερα ή μεγαλύτερα καρύδια και τις πλευρές με λεπτότερα σχέδια στη σειρά, καμαρούδες, τρικομπούδκια, αλυσούδκια, τζιπαρισσούδκια, σκαλούα και άλλα. Τα μαντίλια αυτά είχαν για τελείωμα λεπτή χρωματιστή πιπίλα.
Μεταγενέστερα είναι τα σταμπωτά μαντίλια της κόξας και της κεφαλής. Τα σταμπωτά υφάσματα, κατασκευάσθηκαν για να αντικαταστήσουν τα κεντητά που χρησιμοποιούσαν παλιότερα. Γι’αυτό και τα ανθεμωτά σχέδια και οι χρωματισμοί των σταμπωτών έμοιαζαν με εκείνα των παλιών κεντημάτων, από τα οποία αντίγραψαν οι τεχνίτες τα σχέδια τους.
Η μεταβολή της τέχνης από οικιακή σε εργαστηριακή και η αλλαγή του τρόπου διακόσμησης των υφασμάτων έγιναν αιτία να πουλιούνται στην αγορά τα σταμπωτά σε ποσότητες και σε φθηνή τιμή. Μ’αυτόν όμως τον τρόπο τα σταμπωτά υφάσματα, όπως και τα σταμπωτά μαντίλια, έφεραν την παρακμή και την εξαφάνιση των ωραίων παλιών κεντημάτων. Μ’αυτόν τον τρόπο πήραν τη θέση των κεντητών μαντηλιών τα σταμπωτά που τύπωναν οι μαντηλάρηδες στη Λευκωσία, τη Λάρνακα και το Βαρώση. Παρά τη ντόπια παραγωγή, σταμπωτά μαντίλια έφταναν και από την Πόλη όπου ήκμαζαν τα εργαστήρια του Βοσπόρου. Τα μαντίλια αυτά είναι όμοια με τα μαντίλια του κεφαλιού. Τα μαντίλια που τα ονόμαζαν και τσιεμπέρκα, ήταν καμωμένα πάντοτε από κουρούκλα. Τα τύπωναν οι μαντηλάρηδες με καλούπια ξύλινα που σκάλιζαν ειδικοί τεχνίτες, μικρότερα για το κκενάριν ή ξωλούριν και μεγαλύτερα για τις μηλιές (τα σχέδια που βάζανε στις γωνιές - φωτογρ.). Τα ανθεμωτά τους σχέδια, τα κλαδιά που είχαν κίτρινο, πράσινο, κόκκινο, πορτοκαλί χρώμα ήταν διαφορετικά στα πολίτικα σχέδια ή καλούπια, φερμένα από την Πόλη - στα σκαλιώτικα, στα μαύρα αραδιπιώτικα και στα μαραθεύτικα. Οι μεταξωτές πιπίλες που είχαν στις άκρες ήταν πλεγμένες από τις γυναίκες και τις κόρες των μαντηλάρηδων αλλά και άλλες γυναίκες, σε διάφορα σχέδια: κυπαρισσούδιν, φούλι, καμαρούδιν, σβανούδιν, καφασούδιν, τρικομπούδιν και άλλα. Οι νέες φορούσαν βυσσινιά και πράσινα μαντίλια και οι ηλικιωμένες καφέ. Σήμερα ένας μόνο μαντηλάρης με τον βοηθό του τυπώνει μαντίλια και κουρούκλες που σκουφώνονται οι γυναίκες στη δουλειά. Χρησιμοποιεί τα ίδια καλούπια αλλά βάζει λιγότερα χρώματα από τα παλιά. Κουρούκλες του θέρους με λουλούδια, πουλιά ή ψαράκια σε μαύρο χρώμα, κουρούκλες μαύρες και βυσινοκαφέ με πολύχρωμο τύπωμα.
Χρησιμοποιούσαν όμως και σαν μαντίλια της κόξας και τα μεταξωτά σάλια από το Κοιλάνι. Τα ύφαιναν σε πολύ πλατύ χτένι επάνω στο αρκαστήρι με μετάξι στο σύρμα και στο φάδι. Το δέσιμο και το βάψιμο των σαλιών αυτών ήθελε μεγάλη τέχνη και στο χωριό υπήρχαν οι τεχνίτισσες, οι “σιαλιάραινες” όπως τις ονόμαζαν, που έκαναν αποκλειστικά αυτή τη δουλειά (φωτογραφία σιαλιάραινας). Τα μαντίλια αυτά ήταν δεμένα με την τεχνική των δετών (tie-die) και είχαν στις άκρες φλοκκούδκια κλωστρά (κρόσσια) Τα σάλια αυτά τα πουλούσαν στη Λευκωσία γιατί ήταν ακριβά και πολύ όμορφα αλλά τα έκαναν και εξαγωγή.
Ο γυναικείος κεφαλόδεσμος δένεται με διάφορους τρόπους. Ακόμα και αστές των επιφανέστερων οικογενειών, σύμφωνα με τη Μάγδα Ρίχτερ, που ντύνονται με το φράγκικο τρόπο για να βγουν έξω, φορούν μέσα στο σπίτι, στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους, ένα μικρό θαμπό, σκούρο και λεπτό κεφαλόδεσμο, κάτω από τον οποίο κρύβουν τα κακοχτενισμένα ή συχνά καθόλου κτενισμένα μαλλιά τους. Η Κύπρια διαθέτει πολύ μακριά μαλλιά που στις επίσημες εκδηλώσεις φτιάχνει δύο πλεξούδες που κρέμονται στην πλάτη της. Μέσα στις πλεξούδες είχε πλεγμένες χρωματιστές δαντέλες, στερεωμένες με μαύρη κορδέλα, τη μόστρα. Στο νυφικό κεφαλόδεσμο, πάνω από τη σκούφα όπου στερεώνονταν μακριά μεταλλικά σύρματα, τα τέλια, έριχναν διάφορα χρωματιστά μαντίλια, το ένα πάνω στο άλλο με τρόπο που να φαίνονται οι δαντέλες στις άκρες τους. Στο μέτωπο, πάνω στη σκούφα, έβαζαν τρεις ασημένιες καρφίτσες, τα πεζουνούδκια, ενώ από το κεφάλι κρεμούσαν άλλες καρφίτσες, σπλίνζιες, με αλυσίδες και νομίσματα, τα ππαραούδκια. Πάνω από όλα αυτά έριχναν κόκκινο μαντίλι, τη σκέπη, που την αφαιρούσαν μετά την τελετή του γάμου. Το μαντίλι αυτό ήταν μεγάλο και έφτανε μέχρι τα γόνατα και είχε ραμμένα στις άκρες και στις γωνιές μεγάλα και όσο το δυνατό αληθινά χρυσά φλουριά.
Αντίθετα στις πόλεις οι νύμφες είχαν υιοθετήσει την ευρωπαϊκή αμφίεση του γάμου, με το μακρύ άσπρο νυφικό πέπλο και το μακρύ φόρεμα καμωμένο από το προσιτό και σε πολλές περιπτώσεις υφασμένο από τις ίδιες μετάξι.
Για προστασία από τον ήλιο και για να είναι η εμφάνιση της πιο επίσημη στην εκκλησία, στις γιορτές και τους γάμους, η χωρική έβαζε πάνω από τον κεφαλόδεσμο συχνά ένα άσπρο βέλος. Ήταν κατασκευασμένο ανάλογα με τις περιστάσεις, από χοντρό ή λεπτό ύφασμα, συχνά από μετάξι και ο γύρος του ήταν κεντημένος από χρυσή και ασημένια κλωστή με πολύχρωμες φράντζες. Τόσο οι αστές όσο και οι χωρικές και ιδιαίτερα οι ανύπαντρες Ελληνίδες, τύλιγαν την άκρη αυτού του μαντηλιού, ακόμα και στις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού, γύρω από το λαιμό, το πηγούνι και το στόμα τους. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν ένα δεύτερο μαντίλι που τοποθετούσαν κάτω από το πρώτο τυλίγοντάς το τόσο χαμηλά στο μέτωπο ώστε να φαίνονται τα μάτια και η μύτη.












  • Back To Top